Τελευταία Νέα:

Γράφει ο Τάσος Καρατζόγλου - Ένα ιδιότυπο ξύρισμα


Ένα ιδιότυπο ξύρισμα

    Βρισκόμαστε στα χρόνια του Καποδίστρια. Ο γερο-Δυοβουνιώτης βολόδερνε στη Σαλαμίνα, παραμελημένος και άπραγος, μαζί με τον συμπέθερό του τον Πανουργιά. Περπατούσαν με τα σκιάδιά τους, τα φέσια τους ριχτά, στα καφενεία του λιμανιού, κατηγορώντας για το κατάντημά τους τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Τα καφενεία ήταν γεμάτα στρατιώτες, οπότε ο Πανουργιάς ρωτά μεγαλόφωνα:

-Άι, συμπέθερε, όλοι οι στρατιωτικοί βρίσκονται στη δουλειά. Εμείς τι θα κάμωμε; (Μεγάλος ο καημός των αγωνιστών που ευελπιστούσαν ότι μετά την ανεξαρτησία θα εντάσσονταν στις τάξεις του τακτικού εθνικού στρατού).

-Εμείς να, θα μπαρπερίσωμε τ’ αρχίδια μας, του απαντά ο Δυοβουνιώτης.

-Το κάνεις; ξαναρωτά ο Πανουργιάς.

-Πληρώνεις; λέει ο Δυοβουνιώτης.

-Μάλιστα, απαντά ο Πανουγιάς.

-Πάμε, λοιπόν, να βρούμε μπαρμπέρη.

    Όσοι άκουσαν τη στιχομυθία γέλασαν, γιατί νόμισαν πως ήταν ένα αστείο, όμως ο γερο-οπλαρχηγός με τον συμπέθερό του φτάνουν στο εργαστήριο ενός μπαρμπέρη, συμφώνησαν να του δώσει ο Πανουργιάς τα χρήματα, ένα ρουμπιγιέν (τουρκικό χρυσό νόμισμα), για να ξυρίσει τα αρχίδια του Δυοβουνιώτη.

    Ο Δυοβουνιώτης χωρίς ντροπή λύνει τα βρακιά του και κάθεται στο κάθισμα έξω από το κουρείο με τεντωμένα σκέλη, γιατί τότε ο λαϊκός μπαρμπέρης περιποιότανε τους μουστερήδες στο φως της ημέρας, του ρίχνει το προσόψι, παίρνει νερό και αρχίζει να μπαρμπερίζει, να ξυρίζει.

    Βλέποντας ο κόσμος μια τόσο παράξενη και αστεία πράξη, τρέχοντας και καλώντας ο ένας τον άλλον, μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος της αγοράς εκεί. Γελούσαν όλοι, όμως ο γερο-Δυοβουνιώτης αδιαφορώντας συνομιλούσε με τον συμπέθερό του και τον κουρέα.

    Τέλειωσε ο κουρέας, έδεσε τα βρακιά του ο οπλαρχηγός και σηκώθηκε να φύγει. Κάποιος από τους παρευρισκόμενους τον ρώτησε:

-Γιατί, γερο-καπετάνιε, το έκαμες αυτό;

-Γιατί και ο Κυβερνήτης μπαρμπερίζει τα μουστάκια του, απάντησε.

    Οι στρατιώτες σεβόμενοι τους δύο γέροντες δεν τους ενόχλησαν, αλλά μόλις απομακρύνθηκαν από το κουρείο, όρμησαν εναντίον του κουρέα, τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου, κλείνοντάς του και το εργαστήριο.

    Έμαθε όμως την πράξη των οπλαρχηγών ο διοικητής των στρατιωτών και διέταξε να συλληφθούν. Έγινε όμως γνωστή η πρόθεσή του και νύχτα οι δύο οπλαρχηγοί, περνώντας από το Πέραμα, κατάληξαν στα Βίλλια της Αττικής, όπου και κρύφτηκαν.

    Το σπαρταριστό αυτό περιστατικό το αναφέρει ο Νικόλαος Κασομούλης στα ‘Στρατιωτικά Ενθυμήματά’ του. Μια διαφορετική εκδοχή του διασώζει ο Γιάννης Βλαχογιάννης στη ‘Ιστορική Ανθολογία’ του με πρωταγωνιστή αυτή τη φορά τον Πανουργιά:

    Όταν ήρθε ο Καποδίστριας, αποφάσισε κι ο γερο-Πανουργιάς, ο κλεφταρματωλός των Σαλώνων, να κατεβεί από του Παρνασσού τα κάρκαρα και να πάει να παρουσιαστεί στον Κυβερνήτη. Έφτασε, λοιπόν, στην Αίγινα, μα με την πρώτη ματιά πού ’ριξε γύρω του δεν του χαμαρέσανε τα πράγματα. Είδε κοντά στον Κυβερνήτη κάτι φραγκοφορεμένους, που δεν τους φτάνανε τα φράγκικα φορέματα, μα είχανε ξουρίσει και  γένια και μουστάκια, και ήταν έτσι σαν ξεροκολόκυθα γυαλιστερά τα μούτρα τους.

-Τι μ’σούδες (μούρες) είν’ αυτές; είπε στον γερο-Δυοβουνιώτη, που είχε έρθει κι αυτός συντροφιά του στην Αίγινα.

-Δεν τους βλέπ’ς; Τσ’ ήφερε ου Κυβερνήτ’ς να μας φουτίσουν.

-Γι’ αυτό είν’ έτσι τα μούτρα τ’ς; Γένουντ’ έτσ’ πλιο διαβασμένοι, μαθές; Τότε θέλω κι εγώ να τα ξουρίσω, να γίνω σοφός κι εγώ…

-Και δεν τα ξουρίζεις; Εδώ παρακάτ’ είν’ ο χαμζάς (κουρέας). Μα δεν κουτάς. Πώς θα γυρί’εις, μαύρε, στου χουριό;

-Πλερώνεις εσύ τα ξουριστ’κά;

-Πλερώνω…μα δεν θ’ αποκουτί’εις τέτοιο πράμα…

-Βάν’ς και τα βιουλιά μαζί;

-Τι τα θέλ’ς τα βιουλιά;

-Έτσ’, θέλου να γίνει το πράμα πανηγύρ’.

-Ας είναι κ’ έτς’.

    Ο Δυοβουνιώτης ακόμα δεν είχε καταλάβει καλά τι λογής ξύρισμα ήθελε ο γερο-σύντροφός του. Ξέχασε τα παλιά του καμώματα. Άνθρωπος του δρυμού, κλαρίτης (κλέφτης, ληστής), ήξερε να λέει πράματα και να τα κάνει πέρα και πέρα ξέσκεπα.

    Μπαίνουνε στον κουρέα, και να, έρχονται τα βιολιά, κι αρχίζουν το παιχνίδι, κι ετοιμάζει ο κουρέας τα ξουράφια του. Κάνει όμως να βάλει χέρι στου γέρο-στρατηγού τα μούτρα, κι αυτός:

-Τράβα του χέρ’ σ’ απού κει! του λέει.

    Πετάει πέρα τη φουστανέλα και μένει όπως τον έκαμε η μανούλα του από τη μέση και κάτου…κι αρχίζει ο κουρέας θέλοντας μη θέλοντας και του τα ξουρίζει…και παίζουν τα βιολιά…κι ο κόσμος όλο και μαζεύεται…

-Ε, τώρα μοιάζ’νε με μούτρα φράγκικα! είπε ο γέρος, αφού τελείωσε το ξύρισμα.

 










Ποιος είναι ο Τάσος Καρατζόγλου

Ο Τάσος Καρατζόγλου από τη Θηριόπετρα της Αλμωπίας είναι απόφοιτος του τμήματος Αρχαιολογίας και Τέχνης της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Υπηρέτησε ως καθηγητής Φιλολογίας στα Γενικά Λύκεια Εξαπλατάνου και Αριδαίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιστορία και τον πολιτισμό της Αλμωπίας. Βιβλία του: ‘Ο τόπος μας. Γνωριμία με τον Δήμο Εξαπλατάνου’, 2003, ‘Η Αλμωπία στο διάβα των αιώνων’, 2009, ‘Θηριόπετρα Αλμωπίας’, 2018.



-------------------------
To Almopia24.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, καθώς αυτές εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη, σχολιαστή ή αρθρογράφο.